Mieszkańcy Kranidi w szoku po tragicznych wydarzeniach na Κato Platia…
Κranidi, 1 kwietnia 2013 r.
Dom na Kato Platia stoi zamknięty. Zamknięte drzwi, zamknięte okna. Tylko rolety równo podniesione, by wpuścić nieco światła. On siedzi w półmroku przy jej łóżku. Od trzech dni. Trzyma ją za rękę, kościstą rękę pokrytą starczymi plamami, i mówi. Kobieta leży. Słucha go bez słowa. On ma wrażenie, że nieznacznie porusza głową, tak, lekko porusza głową. Patrzy na jej cień, na kształt jej ciała pod prześcieradłem.
Przypomina sobie, jak jako dziecko wychodził do szkoły. Tornister, krótkie spodenki, sandały. Jak pisklak wyfruwał z jej objęć, a po południu wracał i ponownie skrywał się w jej uścisku. Jej ręce, jej ręce jak dwa wielkie skrzydła.
„Pamiętasz, mamo? Wtedy gdy uderzyłem się w rękę? Jak bardzo mnie bolało, jak płakałem. W poczekalni w szpitalu głaskałaś mnie, całowałaś obolały nadgarstek i mówiłaś mi spokojnie, spokojnie, zaraz przyjdzie lekarz, już słyszę kroki. Spokojnie… A potem… trzymałaś mnie za rękę, twoja dłoń była taka ciepła, i prowadziłaś mnie do sklepiku po mleczną czekoladę ΙΟΝ. Miałem na nią ochotę, wysuwałem język, oblizywałem wargi i już czułem jej smak, jeszcze zanim doszliśmy do kasy. Ależ miałem na nią ochotę… Pamiętasz? Uśmiechałaś się, a Twój uśmiech rozświetlał cały świat.”
Cały czas tak siedzi, przez całe dnie u jej boku, nie biorąc do ust ani kęsa. Dotrzymuje jej towarzystwa, żeby nie czuła się samotna. I przypomina jej o wszystkim. Godzinami uśmiecha się, jego twarz naraz się rozświetla, a potem znów pogrąża w otchłani, mrocznieje, łzy płyną z oczu, pozwala im ciec, kapać na stwardniałą lodowatą rękę matki.
W taki sposób spędzi u jej boku trzy dni. A czwartego dnia zrobi pętlę i przymocuje do sufitu. Sąsiedzi nie widzieli ich od wielu dni. Zaniepokoił ich smród wyczuwalny na zewnątrz. Zawiadomili policję. Trzeba było wyważyć drzwi. Starą matkę znaleziono w stanie zaawansowanego rozkładu, przykrytą prześcieradłem jak całunem. Syn zwisał z sufitu z wykrzywioną głową opadającą na bok. Sąsiedzi mówili, że brakowało im pieniędzy. Wiele razy wspierali ich na tyle, na ile mogli. Syn był niesprawny, umysłowo, rozumie Pan... Gdy zmarła matka, nie wytrzymał.
Tłum. Karolina Berezowska
Φάκ. αυτοκτονίες, απ. αρ. 22
«Σοκαρισμένη η κοινωνία του Κρανιδίου από το τραγικό συμβάν που σημειώθηκε στην Κάτω Πλατεία…»
Κρανίδι, 1η Απριλίου 2013
Το σπίτι στην Κάτω Πλατεία είναι κλειστό. Κλειστές οι πόρτες, κλειστά τα παράθυρα. Μόνο οι γρίλιες, ίσα ανασηκωμένες για λίγο φως. Κι αυτός κάθεται πλάι στο κρεβάτι της, στο μισοσκόταδο. Τρεις μέρες. Της κρατά το χέρι, εκείνο το κοκκαλιάρικο χέρι με τις πανάδες και της μιλά. Εκείνη ξαπλώνει. Τον ακούει αμίλητη. Έχει την αίσθηση πως κουνάει ανεπαίσθητα το κεφάλι της, ναι, κουνάει ανεπαίσθητα το κεφάλι της. Βλέπει τη σκιά της, το σχήμα του κορμιού της κάτω από το σεντόνι.
Θυμάται, τότε που παιδί έφευγε για το σχολείο. Η σάκα, το κοντοπαντέλονο, τα σαντάλια. Πετούσε μέσα από την αγκαλιά της σαν το πουλάκι και το μεσημέρι επέστρεφε για να χωθεί και πάλι στον κόρφο της. Τα χέρια της, τα χέρια της δυο μεγάλες φτερούγες.
«Θυμάσαι, μάνα; Τότε που τσάκισα το χέρι μου; Πόσο πόναγα, έκλαιγα. Κι εσύ στο παγκάκι του νοσοκομείου με χάιδευες, μου φιλούσες τον πονεμένο μου καρπό και μου ’λεγες ησύχασε, ησύχασε, τώρα θα ’ρθει ο γιατρός, ακούω τα βήματά του. Ησύχασε… Και πάλι… τότε που μου κρατούσες το χέρι, ήταν τόσο ζεστή η χούφτα σου, και με πήγαινες στο ψιλικατζίδικο να μ’ αγοράσεις σοκολάτα γάλακτος, ΙΟΝ. Είχα μια λαχτάρα, έφερνα τη γλώσσα στα χείλη μου και τη γευόμουν, πριν ακόμα δρασκελίσουμε το μαγαζί. Μ’ έπιανε λιγούρα… Αλήθεια, θυμάσαι; Χαμογελούσες και το χαμόγελό σου απλωνόταν σ’ όλο τον κόσμο».
Κάθεται όλη την ώρα, όλες τις μέρες δίπλα της, χωρίς να βάλει μια μπουκιά στο στόμα του. Να της κρατάει συντροφιά, να μη νιώθει μοναξιά. Και της τα θυμίζει όλα. Τις χαρές και τις λύπες. Κι ώρες ώρες χαμογελά, το πρόσωπό του φωτίζεται έξαφνα κι έπειτα πάλι γκρεμίζεται στην άβυσσο, σκοτεινιάζει, τα δάκρυα κυλούν στα μάτια του, τα αφήνει να τρέξουν, να πέσουν στο ξυλιασμένο, παγωμένο χέρι της μάνας του.
Έτσι θα περάσει αυτές τις τρεις μέρες κοντά της. Και την τέταρτη θα φτιάξει μια θηλιά και θα τη δέσει στο ταβάνι.
Οι γείτονες είχαν μέρες να τους δουν. Η δυσωδία που ορμούσε έξω, τους έβαλε σε υποψίες. Ειδοποίησαν την αστυνομία. Χρειάστηκε να παραβιάσουν την πόρτα. Τη γριά μάνα τη βρήκαν σε προχωρημένη αποσύνθεση, σκεπασμένη με το σεντόνι, σάβανο. Και το γιο της κρεμασμένο στο ταβάνι, με το κεφάλι στραβό, πεσμένο στο πλάι. Οι γείτονες είπαν πως οι δυο τους δεν είχαν οικονομικούς πόρους. Πολλές φορές τους ενίσχυαν όσο μπορούσαν. Ο γιος ήταν ανήμπορος, καταλαβαίνετε, ψυχολογικά... Όταν πέθανε η μάνα του, δεν άντεξε.